αλσοκομώ

αλσοκομώ
ἀλσοκομῶ (-έω) (Α) [ἀλσοκόμος]
συντηρώ, περιποιούμαι άλσος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αλσοκόμος — ο (Α ἀλσοκόμος) αυτός που περιποιείται και συντηρεί άλσος, ο φύλακας άλσους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλσος + κόμος < κομῶ. ΠΑΡ. αλσοκομία, αλσοκομικός αρχ. ἀλσοκομῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”